λίσφοι

λίσφοι
λίσφος
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λίσπος — και λίσφος η, ον (Α) 1. λείος, στιλβωμένος, γυαλισμένος 2. μικρός, ασήμαντος 3. λισπόπυγος* 4. (το θηλ. πληθ. ως ουσ.) αἱ λίσπαι (στο λεξ. Σούδα και οἱ λίσποι) τα δύο τεμάχια αστραγάλου κομμένου στη μέση, από τα οποία έπαιρνε το ένα καθένας από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”